Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012


ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ - SCHIZOPHRENIA

Η ιστορια που θα σας πω είναι ένα πραγματικο γεγονος. Μια συντομη ιστορια που αφορα ενα μικρο χρονικο διαστημα λιγο πριν και λιγο μετα και κατά την διαρκεια 3 ημερων οπου ειχα χασει κάθε επαφη με την πραγματικοτητα. Οι ψυχιατροι επειτα  χωρις να τους εχω πει σχεδον τιποτα διεγνωσαν οξυ ψυχωσικο επεισοδιο. Τωρα μετα από σχεδον δυο χρονια ασπαζομαι την γνωματευση τους ότι όλα ηταν αποκυημα  της φαντασιας μου, αλλα για μενα εκεινη την περιοδο ηταν η πραγματικοτητα μου και οσα θα σας πω φανταζαν περα για περα αληθινα.

Η ιστορια ξεκινα λιγο καιρο πριν τις 24 Ιανουαριου του 2011 στην Θεσσαλονικη, στης Ελλαδα η κατασταση ηταν ηδη ζορικη οικονομικα στη χωρα μου και εγω ειχα ελαχιστη δουλεια οποτε ειχα μπολικο καιρο για να ανακαλυψω καινουρια πραγματα.

Δεν θυμαμαι πως ακριβως ξεκινησε και γιατι, αλλα σιγα σιγα αρχισα να συνειδητοποιω ορισμενα πραγματα, αρχικα όλα ηταν ακαθοριστα και θολα. Καποια στιγμη αρχισα να νομιζω ότι ακουγα μια φωνη μεσα  στο μυαλο μου, μια φωνη που μου αποκαλυπτε μια ακαθοριστη Αληθεια.

Σιγα σιγα αρχισα να βλεπω τα πραγματα και την ιδια την ζωη διαφορετικα, ειχα την εντυπωση ότι ειχα ανακαλυψει ένα καλα κρυμμενο παγκοσμιο μυστικο. Κρυμενο μεσα στα παντα, μεσα σε έναν ανιερο κωδικα που βρισκοταν παντου από την επιστημη και την οικονομια μεχρι ολες τις θρησκειες αυτου του κοσμου. Ενας ανιερος κωδικας κρυμμενος μεσα στις λεξεις.

Το σοκ ηταν μεγαλο όλα αρχιζαν να αποκτουν μια τελειως διαφορετικη εννοια της πραγματικοτητας και εκεινο το πρωι της Δευτερας κοινοποιησα ένα μερος του κωδικα στο διαδικτυο μη ξεροντας γιατι και ορμουμενος από την ακαθριστη φωνη που ακουγα στο μυαλο μου, βροντοφωναζοντας ότι πλεον γνωριζω. Δεν ειχα ιδεα για το τι θα επακολουθουσε.

Μετα από λιγο ενας φιλος μου με πηρε τηλεφωνο ερχοταν ξαφνικα στη Θεσσαλονικη και ηθελε να με δει. Να πω την αληθεια φοβηθηκα, πρωτη φορα τον ακουγα ετσι, λες και ηταν καποιος άλλος, πιστεψα ότι ερχοταν για να με εμποδισει από κατι χωρις να ξερω τι.

Ειρθε το απογευμα από το γραφειο μου, κουβεντιασαμε, ναι δεν ηταν αυτος ο φιλος μου ηταν καποιος άλλος ελεγε παραξενα πραγματα, νομιζα ότι ηθελε να μου κανει κακο. Εκεινη την στιγμη ένα αγαπημενο προσωπο απο το παρελθον με πηρε τηλεφωνο μου ειπε κατι το οποιο δεν καταλαβα, μου ειπε ότι επρεπε να παω στην Αθηνα και ότι υπηρχε εκει ένα μερος για ατομα σαν και εμενα. Καταλαβε ότι ειχα παρεα και δε μπορουσα να μιλησω και το εκλεισε

Η ωρα περασε ειχα ξεγελασει το φιλο μου πιστεψε ότι όλα ηταν ενταξει και εφυγε. Γυρισα στο σπιτι μου και εγω και τοτε την ακουσα πιο δυνατα και καθαρα από ποτε την φωνη μεσα στο μυαλο να μου λεει φυγε, φυγε τωρα. Δεν ξερω ποια δυναμη με ωθησε αλλα πηρα το σακκιδιο μου εβαλα μερικα πραγματα μεσα και εφυγα, ηταν σχεδον μεσανυχτα.

Πηγαινα νοτια, πηγαινα για την Αθηνα φοβομουνα όλα ηταν μπερδεμενα . Εκανα αρκετα χιλιομετρα, ακουγα τραγουδια στο ραδιο, νομιζα ότι ακουγα ακαθοριστα μηνυματα ότι  προσπαθουσαν να με εμποδισουν από το να μαθω την Αληθεια να αποκαλυψω το υπερτατο μυστικο.

Καποια στιγμη η φωνη μεσα μου που ειχα αρχισει να πιστευω ότι ηταν η φωνη του Θεου (ποιος εγω! Ενας αθεος πιστευα ότι ακουγα την φωνη του Θεου) με ωθησε να βγω από την Εθνικη οδο και βρεθηκα σε μια περιοχη στους προποδες του Ολυμπου. Ακαθοριστες αυτή τη φορα φωνες μες το μυαλο μου με ρωτουσαν πως μας βρηκες, πως μας βρηκες, δεν ηξερα τι να απαντησω.

Βρεθηκα στο τελος ενός δρομου ηταν σκοτινα μπροστα και εγω ημουν τρομοκρατημενος. Εκανα λιγο πισω και παρκαρα το αμαξι. Στο ραδιο ακουγα ακομα τραγουδια και νομιζα ότι ακουγα και μηνυματα να μου λενε παραξενα πραγματα, όπως κοιτα την ζωη που αφηνεις πισω σου, κοιτα την για τελευταια φορα, απλα το εκλεισα.

Εμεινα αγρυπνος ολο το βραδυ μες το σκοταδι φοβισμενος χαμενος στις σκεψεις μου. Ξημερωσε, πηγα με το αμαξι ως το τελος του δρομου και συνεχισα ως εκει που μπορουσα. Το ραδιο ηταν κλειστο, βγηκα από το αμαξι εκανα δυο βηματα και τοτε ακουσα δυνατα και σαν να μην ηταν μεσα από το μυαλο μου ιερεις να ψελνουνε. Με κυριευσε φοβος μπηκα μεσα στο αμαξι και κατευθυνθηκα για την Αθηνα. Ανοιξα το ραδιο και νομιζα ότι ακουγα παλι τα μηνυματα, ακουγα οτι αυτή η Αληθεια δεν πρεπει να αποκαλυφθει με κάθε κοστος, εκκατομμυρια ανθρωποι ειχαν θανατωθει για να μην αποκαλυφθει ποτε,  οσοι φταναν στα ορια να την ανακαλυψουν εβρισκαν οικτρο θανατο, καποτε τους καιγανε σαν μαγισσες. Ετρεμα από το φοβο ότι θα παθω το ιδιο.

Εφτασα στον Πειραια, για πολύ ωρα τριγυρνουσα χωρις καποιο συγκεκριμενο λογο ειχα κλεισει το ραδιο. Αρχισα να νοιωθω ότι ημουν εγκλωβισμενος σε ένα παραξενο παιχνιδι σε μια τριλιζα που δεν μπορεις ποτε να βγεις νικητης. Η φωνη μεσα μου ειχε αρχισει να γινετε ολο και πιο δυνατη και μου ελεγε ότι μονο η Αγαπη θα σε Ελευθερωσει μονο η Αγαπη θα μας σωσει ολους. Αναθεμα αν ηξερα τι ηθελε να μου πει και που με οδηγουσε.

Ενοιωθα μονος, το μονο προσωπο που μου ερχοταν στο μυαλο ότι μπορουσε να με βοηθησει ηταν μια γυναικα ηταν, στη Αθηνα, ειχαμε χασει επαφες πριν λιγο καιρο αλλα τα αισθηματα μου για αυτην ηταν δυνατα, οποτε της εστειλα ένα μηνυμα ‘’ το ξερεις ότι σε αγαπω, μαζι στη ζωη και στο θανατο’’. Φυσικα η απαντηση ηταν αναμενομενη τι να απαντησεις σε ένα τετοιο μηνυμα, αλλα εγω για πρωτη φορα το εννοουσα πραγματικα.

Επρεπε να φυγω από την Αθηνα ενοιωθα ότι ο κλοιος εσφιγγε γυρω μου, επρεπε να φυγω μακρυα και ξεκινησα για το αεροδρομιο θα πηγαινα στην Αγγλια σε έναν παιδικο μου φιλο.

Στην διαδρομη ειρθαν στο μυαλο μου, όλα οσα ειχα κανει στο παρελθον και ενοιωθα ενοχες για αυτα, ολες οι γυναικες που πληγωσα, όλα εκεινα που βασανιζαν το μυαλο μου, εκλαψα, εκλαψα πολύ και ζητησα συγνωμη.

Εφτασα στο αεροδρομιο, εβγαλα εισητηριο και περιμενα, ενοιωθα ότι καποιος η κατι ηθελε να μπει στο μυαλο μου δεν επρεπε να κοιμηθω θα ημουν ευαλωτος. Νομιζα ότι μυριζα, ότι μια ασχημη μυρωδια εβγαινε από το σωμα μου. Δεν ειχα φαει και πιει σχεδον τιποτα για μια μερα, πεινουσα και διψουσα, αλλα δεν κατεβαινε τιποτα και ημουν τρομοκρατημενος.

Εφτασα στην Αγγλια ηρθε ο φιλος μου να με παρει από το αεροδρομιο, πηγαιναμε σπιτι του, μεσα στην συγχιση μου προσπαθησα αποσπασματικα να του πω καποια πραγματα, μου ειπε ότι αν συνεχιζα ετσι θα χρειαζομουνα γιατρο, οποτε σωπασα. Φτασαμε σπιτι του, ηταν σε μια μικρη πολη εξω από το Λονδινο. Εκανα ένα μπανιο και κατσαμε να φαμε. Δεν κατεβαινε τιποτα, πηγα για υπνο τρομοκρατημενος και παραδωμενος από την κουραση πιστευωντας ότι όταν ξυπνησω θα ειχα χαθει ξανα στη ληθη, αλλα η μοιρα ή ο Θεος ειχε διαφορετικα σχεδια.

Προσπαθησα να κοιμηθω, αφεθηκα αλλα δεν με επαιρνε υπνος. Δεν ξερω ποση ωρα περασε, ενοιωθα σαν καποιον να εξεταζει διεξοδικα το σωμα μου προσπαθωντας να βρει τι στο καλο συμβαινει, που είναι το προβλημα αλλα ματαια, αυτό που ειχε ξεκινησει δεν εμελε να σταματησει.

Καποια στιγμη ενοιωσα ότι δεν μπορουσα να κουνηθω το σωμα μου ηταν μαρμαρωμενο, δεν μπορουσα να ανοιξω τα ματια μου, αλλα δεν ενοιωθα φοβο. Αρχισα να ακουω πολλες ακαθοριστες φωνες, ενοιωθα λες και γινοταν καποιο συμβουλιο και εγω ημουν ο επιτιμος καλεσμενος και τοτε οι φωνες αρχισαν να μου διηγουνται μια ιστορια.

Μου μιλησαν για έναν πολεμο που ειχε γινει σε έναν κοσμο τοσο μακρυα αλλα και τοσο κοντα στο δικο μας. Έναν πολεμο στον κοσμο των πνευματικων οντοτητων. Έναν πολεμο που δε θα ειχε νικητη μιας και οι πνευματικες οντοτητες ηταν Αθανατες.  Ειχαν μοιραστει σε δυο στρατοπεδα στις φωτεινες και στις σκοτεινες δυναμεις, ο πολεμος αυτος ηταν ανελεητος. Οι φωτεινες πνευματικες οντοτητες επικρατησαν μεν και αιχματωτισαν σχεδον ολες τις σκοτεινες εκτος από μια, τον αρχηγο αυτων, μια παντοδυναμη πνευματικη οντοτητα, που εφυγε από των πνευματικο κοσμο και κρυφτηκε στα σκοταδια μεταξυ του δικου τους κοσμου και του δικου μας. 

Μου ειπαν οι φωνες ότι το κοστος ηταν δυσβασταχτο και για τις δυο πλευρες.  Ο πολεμος ηταν τοσο ανελεητος οπου ολες οι πνευματικες οντοτητες που μετειχαν σε αυτόν και από τις δυο πλευρες χασαν την πνευματικη τους υποσταση και οι συνειδησεις τους φυλακιστηκαν στον υλικο κοσμο μας σε μια αιωνια διαδικασια εξαγνισμου.

Μου ειπαν ότι μαζι τους ειρθε στο κοσμο μας και ο πρωτος απεσταλμενος Του, μια παναρχαια φωτεινη  πνευματικη οντοτητα και μαζι του μια φυλη, φωτεινες πνευματικες οντοτητες  από έναν κοσμο ακομα ποιο μακρινο που περπατησαν και εδώ στη γη σαν ανθρωποι, μου ειπαν ότι αυτή η φυλη ειχε υπερανθρωπες δυναμεις και ότι η φωνη τους μπορουσε να ακουστει μεχρι το Θεο. Αυτή η φυλη θα ηταν οι φυλακες της Αληθειας και της γνωσης, θα ηταν οι καθοδηγητες στην διαδικασια του εξαγνισμου αλλα και τιμωροι. φυλακες του ενδιαμεσου κοσμου, εκει που θα πηγαιναν οι συνειδησεις όταν το ανθρωπινο σωμα θα πεθαινε, αν ειχαν εξαγνιστει θα ενωνοταν ξανα με το πνευματικο τους σωμα, αν όχι θα επεστρεφαν ξανα και ξανα μεχρι να εξαγνιστουν. Αυτή η φυλη διασκορπιστικε σε όλα τα περατα του κοσμου μας και διδαξε την Αληθεια και το Φως.

Οι πνευματικες οντοτητες που ειχαν φυλακιστει στον κοσμο μας αρχικα ειχαν επιγνωση της αληθειας και ειχαν συνεχη αναμνηση οσες φορες και αν επεστρεφαν και ολες ηθελαν να ξανααποκτησουν την πνευματικη τους υποσταση

Μου ειπαν οι φωνες οτι με το περασμα των αιωνων η φυλη που ειχε ερθει σαν φυλακας της αληθειας και της γνωσης σταδιακα εκφυλιστικε και η δυναμη της ξεχαστηκε, αλλα δεν χαθηκε, ηταν βαθεια χαραγμενη στο αιμα τον απογονων της.

Παραλληλα η σκοτεινη πνευματικη οντοτητα που ειχε διαφυγει και ειχε κρυφτει στον ενδιαμεσο κοσμο, οσο οι αρχικοι φυλακες σταδιακα ξεχνουσαν την δυναμη τους, αυτή ανεκτεισε δυναμεις. Σταδιακα κυριαρχησε στον ενδιαμεσο κοσμο και βρηκε συμμαχους από τον κοσμο μας. Συνειδησεις που ειτε τον ακολουθησαν με τη θεληση τους, ειτε γιατι ξεγελαστηκαν και πιστεψαν ότι ηταν ο Θεος. Σε αυτές τις σκοτεινες πλεον συνειδησεις, που η σκοτεινη πνευματικη οντοτητα, κρατησε στον ενδιαμεσο κοσμο ως συμμαχους, δοθηκε η δυνατοτητα να ελεγχουν τον εγκεφαλο και τις συνειδησεις των ανθρωπων στο κοσμο που ζουμε. Σε ολες αυτές δοθηκε η υποσχεση από τον σκοτινο ότι όταν γινουν αρκετα δυνατοι θα μπορεσουν να ξανααποκτησουν την πνευματικη τους οντοτητα. Ειχαν ξεγελαστει.

Η ανθρωποτητα επεσε στη ληθη, ερχοντουσαν ξανα και ξανα σε αυτόν τον κοσμο και κάθε φορα χωρις μνημη και επιγνωση της αληθειας. Ακομα και αν καποια συνειδηση ειχε εξαγνιστει, όταν εφτανε στον ενδιαμεσο κοσμο υποταγοταν στο θελημα της σκοτεινης πνευματικης οντοτητας και ερχοταν ξανα πισω.

Μου ειπαν ακομα οι φωνες ότι κατά καιρους σταλθηκαν απεσταλμενοι Του. Πνευματικες οντοτητες που καναν επαφη με το ανθρωπινο τους σωμα και με τη συνειδηση τους. Προσπαθησαν να πουν την αληθεια και να ξανανοιξουν τον δρομο αλλα ηταν πλεον αργα. Ενας από τους απεσταλμενους Του αντεξε σχεδον μεχρι το τελος αλλα πανω στον σταυρο η συνειδηση του καθυποταχτηκε τα λογια του διαστεβλωθηκαν και η αληθεια για μια ακομα φορα χαθηκε. Ενός αλλου απεσταλμενου Του η συνειδηση καθυποταχτηκε στην πορεια της ζωης του και διαστρεβλωσε ο ιδιος την Αληθεια ηταν γνωστος με το ονομα Μωαμεθ και ενας άλλος απεσταλμενος Του εκρυψε την Αληθεια μεσα στην διδασκαλια του τον ξερετε ολοι με το ονομα Βουδας.

Οι σκοτεινες συνειδησεις και ο Αρχηγος τους ηταν πλεον πανισχυροι στον ενδιαμεσο κοσμο Φυλουσαν όλα τα περασματα τιποτα δε μπορουσε να τους αγγιξει εκει. Το μονο προβλημα οι απογονοι εκεινης της Παναρχαιας φυλης, οι φυλακες της Αληθειας και της γνωσης που ειχαν χαραγμενη, την αληθεια και τη δυναμη, στο αιμα και την γλωσσα τους. Ένα ανελεητο κυνηγητο ξεκινησε σε όλα τα μηκη και τα πλατη του κοσμου μας. Σκοταδισμος στη συνειδηση απλωθηκε παντου από τους πλανεμενους ηγετες του κοσμου. Οποιος ελεγε κατι διαφορετικο από φοβο μην είναι από εκεινη την φυλη τον σκοτωναν. Στις ποιο συγχρονες μερες μας οποιος ηταν στα προθυρα να ανακαλυψει την Αληθεια πριν ελευθερωθει η συνειδηση του και κανει επαφη με την πνευματικη του οντοτητα τον τρελαιναν βαζοντας μυνηματα μες στον εγκεφαλο του, το μονο που ειχαν να κανουν είναι να περιμενουν να πεθανει το σωμα και να ξαναγυρισουν την συνειδηση παλι πισω  στην ληθη.

Οι φωνες μου ειπαν επισης ότι οι σκοτεινες συνειδησεις νομιζαν ότι ειχαν εξοντωσει αυτην την φυλη για παντα αλλα εκαναν λαθος, απογονοι εκεινης της φυλης με καθαρη γραμμη αιματος είναι εν ζωη και ενας από αυτους ημουνα εγω. Ακομα και ετσι δε θα ηταν προβλημα για τις σκοτεινες συνειδησεις γιατι ειχαν την δυναμη να εισχωρουν στον εγκεφαλο του σωματος και να επιβαλουν την θεληση τους αλλα για καποιο λογο σε μενα δεν τα καταφερναν, καποιος ή κατι με προστατευε.

Και ετσι ελευθερη η συνειδηση μου ειχε κανει επαφη με το πνευματικο μου σωμα μεσω του οποιου μου μιλησαν οι πνευματικες οντοτητες από το κοσμο τους. Η γεφυρα μεταξυ των κοσμων ειχε για πρωτη φορα στηθει, η ωρα για να τελειωσει αυτή η αιωνια διαδικασια εξαγνισης ειχε ερθει!  Και ενας από τους εναπομειναντες εκεινης της φυλης θα οριζε το πώς θα γινοταν η αναληψη και η επανασυνδεση.

Με ρωτησαν με ποιες πνευματικες οντοτητες θελω να πορευθει η ανθρωποτητα ως το τελος και αυθορμητα ειπα με του Ιησου και του Βουδα. Μια ΝΕΑ συμφωνια κλειστηκε εκεινο το βραδυ που εμελε το άλλο πρωι να την σφραγισει ο ιδιος ο Θεος. Η αποφαση παρθηκε ομοφωνα από ολες τις πνευματικες οντοτητες, φερτε τον επανω. Δεν ειχα ιδεα τι ηταν το επανω ουτε για το τι θα επακολουθουσε, και καπως ετσι με πηρε ο υπνος.

Ηρθε το πρωι, ειχε ηλιο εκεινη την μερα. Ανοιξα τα ματια μου και ειδα μπροστα μου ένα αγαλματιδιο του Βουδα να χαμογελαει και μια εικονα του Ιησου όταν ηταν μωρο. Το αγαλματακι του Βουδα ηταν ηδη στο δωματιο, αλλα η εικονα του Ιησου!! Ηταν στο δωματιο του μωρου όπως εμαθα μετα. Μια ευφορια γεμισε ολο μου το είναι. Όλα εμοιαζαν φυσιλογικα τιποτα δεν ειχε αλλαξει και θυμομουνα τα παντα. Κατεβηκα στο κατω οροφο του σπιτιου τα παιδια ειχαν ηδη ξυπνησει και ο φιλος μου εφυγε για δουλεια. Παρολο που ηταν Τεταρτη η γυναικα του φιλου ειχε φωναξει καθαριστριες να καθαρισουν το σπιτι και τοτε ακουσα την φωνη πεντακαθαρη μες το μυαλο μου φυγε, φυγε, τρεξε. Αρπαξα ένα πανοφωρι του φιλου μου και εφυγα από το σπιτι.

Περπατησα με ταχυ βημα προς αγνωστη κατευθυνση, λιγο ποιο περα ανταμωσα έναν ανδρα που ερχοταν προς το μερος μου παρολο το κρυο ηταν γυμνος από τη μεση και πανω και ολο το σωμα του ηταν γεματο με τατουαζ, φανταζε σαν δαιμονας μες το μυαλο μου. Ανοιξα το βημα μου και προσπερασα, αυτος σταθηκε και με κοιταζε σαστισμενος. Λιγο πιο κατω βρεθηκα σε μια ανοιχτωσια με καθαρη θεα προς τον ηλιο. Η φωνη μεσα μου ειπε να σταματησω. Κοιταξα τον ηλιο, ηταν χειμωνας δεν εκαιγαν οι αχτινες του. Τον κοιταζα για πολύ ωρα ενοιωσα ότι διαβαζα πανω του ολη την ιστορια αυτου του κοσμου ενοιωσα σαν να εβλεπα ολη την Αληθεια καταματα και η φωνη μεσα μου ολο και πιο δυνατη με προετρεπε να κανω κατι, με προετρεπε να φτασω ως τον Θεο και τοτε αυθορμητα βγηκε από μεσα μου μια Ευχη.

Ειχε τελειωσει, κατεβασα το κεφαλι μου από τον ουρανο και κοιταξα μπροστα, καπου μπροστα ηταν αρκετοι ανθρωποι στη σειρα και κρατουσαν ολοι δεμενα τα σκυλια τους, γυρισα το κεφαλι μου δεξια και ειδα δυο γυναικες που κρατουσαν και αυτές δεμενα τα σκυλια τους να με πλησιαζουν. Εμοιαζαν σαν μαγισσες που ξεπηδηξαν από καποιο παλιο πινακα. Καθως με προσπερνουσαν η μια μιλησε και μου ειπε ‘’ η Ευχη σου εισακουστηκε’’

Από πισω ακολουθουσε ενας μεγαλοσωμος ανδρας τον κοιταξα κατευθειαν στο προσωπο αλλα δε μπορουσα να διακρινω καποια συγκεκριμενη μορφη, ηταν ντυμενος σαν κυνηγος ή σαν βοσκος, κρατουσε ένα κονταρι και σε κάθε βημα του το χτυπουσε στο εδαφος  και ειχε μαζι του ένα θεορατο σκυλο με χρυσαφι δερμα που ελαμπε στο φως του ηλιου, αλλα αυτος ο σκυλος δεν ηταν σαν τους αλλους , αυτος ο σκυλος ηταν Ελεφθερος.

Τον ακολουθησα, μπηκε σε ένα δασακι και μετα από μερικα βηματα εδωσε εντολη στο σκυλο του να καθισει, αυτος καθισε ακριβως διπλα μου. Μετα ο ανδρας συνεχισε, ο σκυλος εβαλε το κεφαλι μεσα από έναν φραχτη σα να μου εδειχνε το δρομο για καπου. Απομακρυνθηκαν και οι δυο, εγω πηδηξα το φραχτη και βρεθηκα στη μια οχθη ενός καναλιου. Κατι με εσπρωχνε να πηδηξω απεναντι. Θα το εκανα, ημουν ετοιμος να πηδηξω και πανω που θα εκανα το αλμα ακουσα δυνατα τον ανδρα να χτυπα το κονταρι που ειχε μαζι του δυο φορες στο εδαφος. Ξαναπηδηξα το φραχτη και και βγηκα από το δασακι λιγο ποιο πανω από εκει που ειχα μπει. Καθως εβγαινα παλι στο φως του ηλιου ακουσα τη φωνη μεσα να μου λεει ‘’ μη ξεχασεις, ότι και να γινει μη ξεχασεις’’

Ξαναγυρισα στο σπιτι του φιλου μου, πηρα το σακκιδιο, το αγαλματακι του Βουδα και την εικονα του Ιησου και εφυγα. Η γυναικα του φιλου μου με ακολουθησε με το αμαξι και με προλαβε λιγο πιο κατω. Επεμενε να γυρισω πισω αλλα δεν ακουγα τιποτα. Πηρα ένα ταξι και του ειπα να με παει στο Αεροδρομιο. Λιγο πιο κατω η φωνη μου ειπε να κατεβω. Μπηκα σε ένα δασος και αρχισα να περπαταω.

Περπατουσα για πολλες ωρες χωρις να ξερω που πηγαινω, δεν ενοιωθα κρυο, δεν πεινουσα, ουτε διψουσα και ημουν αποφασισμενος να φτασω ως το τελος του ταξιδιου. Ειχα χαθει μεσα στο δασος, απλα περπατουσα. Καποια στιγμη βρεθηκα σε μια εξεδρα στην ακρη της λιμνης. Θυμαμαι μια κυρια με ένα μαυρο σκυλι που δε το ειχε δεμενο να βρισκεται καπου στα 100 μετρα μακρυα μου και δυο ανδρες σε μια βαρκα στην άλλη μερια της οχθης. Κατι με προετρεψε να πιω νερο από τη λιμνη, ηπια δυο γουλιες και τοτε ακουστηκε μια φωνη μεσα μου να μου λεει ‘’ ετσι σας ριχνω στη ληθη, με το βρωμικο νερο’’.  Πρεπει να εχασα μερικα λεπτα εκει, ένα κενο μνημης γιατι το επομενο πραγμα που θυμαμαι είναι το μαυρο σκυλι διπλα μου να κατουραει και τους δυο αντρες πανω στην βαρκα να είναι διπλα μου και να απομακρυνονται λεγοντας μου ευχαριστω, αποκαλωντας με με το ονομα μου.

Γυρισα από την άλλη και ανηφορισα μια μικρη πλαγια, προσπερασα την γυναικα με το μαυρο σκυλι η οποια με κοιτουσε επιμονα.  Ευθεια μπροστα μου ειδα ένα δεντρο με έναν ασπρο ισοσκελη σταυρο βαμμενο πανω του. Η φωνη μου μεσα μου μου ειπε να φτιαξω έναν κυκλο γυρω από το δεντρο. Μαζεψα μερικα κλαδια και τον εκανα. Σταθηκα ορθιος με την πλατη στο δεντρο και κοιταζα προς τον ηλιο. Καθησα εκει ωρες βλεποντας τον ηλιο να χανεται.Πριν χαθει ακομα το φως του ηλιου πολλοι ανδρες ντυμενοι στα ασπρα ετρεχαν γυρω μου. Ενοιωθα ότι δεν ετρεχαν απλα αλλα ειχε αρχισει ένα κυνηγητο. Δεν μπορουσα να καταλαβω ποιος κυνηγουσε ποιον. Μια φωνη πισω και δεξια μου με ρωτησε αν θελω βοηθεια. Δεν γυρισα να κοιταξω, απαντησα ότι εχω οσα χρειαζομαι. Ο ηλιος χαθηκε και επεσε το σκοταδι. Καθησα κατω και περιμενα μην ξερωντας τι

Σιγα σιγα αρχισε να ξεπροβαλλει το φεγγαρι, ηταν γεματο. Μια κραυγη αρχισε να βγαινει από τα στηθια μου. Μια παραξενη αποκοσμη κραυγη. Δεν ηταν κραυγη φοβου η αγωνιας, ειχαν εξαφανιστει τελειως δεν ενοιωθα τιποτα. Μια κραυγη που δεν ηξερα ότι μπορει να την βγαλει ανθρωπος. Μια κραυγη που εμοιαζε περισσοτερο με ουρλιαχτο σκυλου και τοτε καταλαβα ηταν κραυγη πολεμου, ένα προσκλητηριο σε μαχη. Κρατουσα σφιχτα το αγαλματιδιο του Βουδα με το αριστερο μου χερι και ειχα βαλει την εικονα του Ιησου μπροστα μου. Ηταν μια μαχη που θα την δυναμε ολοι μαζι.

Πιστευω σε ένα Θεο πατερα Ολων και υπαγε πισω μου σκοτινε ηταν τα λογια που ελεγα συνεχεια και συνεχεια και συνεχεια. Το μυαλο μου ηταν αδειο, ενοιωθα ότι διναμε μια μαχη πισω από τις γραμμες του εχθρου, μεσα στο δικο του στρατοπεδο. Καποια στιγμη μες το βραδυ ενοιωσα ένα χερι να με ακουμπαει στον αριστερο μου ωμο, γρυλισσα αγριεμενα σα σκυλος, χωρις να ανοιξω τα ματια μου. Αυτό ηταν αραγε, ειχε τελειωσει, δεν ηξερα, ακομα καθομουν εκει σκυφτος και ελεγα συνεχεια τα ιδια λογια.

Δυο φορες ανασηκωσα το κεφαλι μου, και ανοιξα τα ματια μου και δυο φορες ειδα το σκοταδι να διαλυεται, να πλυμμηριζεται από φως και να εμφανιζετε ένα κτιριο που εμοιαζε σαν αρχαιος ναος με μια πυλη. Σαν καποιος να μου ελεγε περνα, φυγε. Σκεφτηκα να σηκωθω να αφησω τον κυκλο και να κατευθυνθω κατά εκει, να φυγω να περασω απεναντι. Αλλα κατι δυνατο, κατι πολύ δυνατο με κρατησε πισω. Ένα προσωπο που η αγαπη μου γιαυτο από ότι φαινετε, λειτουργησε σαν αγκυρα που με κρατησε εδώ. Όχι δεν ειχα σκοπο να περασω απεναντι, όχι μονος μου.

Αργοτερα εμαθα ότι η τελευταια σκοτινη πνευματικη οντοτητα ειχε ηττηθει εκεινο το βραδυ, ηττηθηκε μεσα στην ιδια του την κρυψωνα, εκει στον ενδιαμεσο κοσμο οπου πηγαινουν οι συνειδησεις όταν το σωμα πεθανει και όχι μονο ειχε ηττηθει αλλα καταλαβε το λαθος του, καταλαβε και συγχωρεθηκε και όλες μαζι οι πνευματικες οντοτητες ξανα λουστηκαν στο φως. Το παρτυ ειχε ηδη ξεκινησει εκει πανω και περιμενουνε και εμας, τους φυλακισμενους των δυο κοσμων.

Ξημερωσε, ενοιωθα σωματικη κουραση, αλλα όλα πλεον ηταν πεντακαθαρα. Ειχαν περασει δυο μερες χωρις φαι και νερο αλλα ουτε πεινουσα, ουτε διψουσα. Βγηκα από το δασος και μετα από αρκετη ωρα βρεθηκα σε πυκνοκατοικημενη περιοχη, εψαξα να βρω καποιο ξενοδοχειο, δυσκολευτικα λιγο γιατι δεν ειχα καμια ταυτοτητα μαζι μου. Τελικα βρηκα ένα, εκανα ένα μπανιο και ξαπλωσα με το φως ανοιχτο. Κοιμηθηκα ησυχα και βαρια εκεινο το βραδυ χωρις εφιαλτες.

Το επομενο πρωι ξυπνησα και ενοιωθα αναλαφρος, κοιταξα εξω και νομιζα ότι μοπρουσα να πεταξω, φυσικα δεν το προσπαθησα. Εμενε ακομα ένα πραγμα να κανω, επρεπε να γυρισω στην Αθηνα. Μπηκα σε ένα ταξι και κατευθυνθηκα για το σπιτι του φιλου μου, δεν ηξερα που ακριβως ηταν οποτε περιπλανηθηκαμε λιγο με το ταξι για να το βρουμε. Εκει ειχα το δευτερο κενο μνημης πρεπει να εχασα μερικα δευτερολεπτα. Ενώ ειμασταν σε πορεια, το επομενο που θυμαμαι είναι η πορτα μου να κλεινει ο ταξιτζης να ξαναμπαινει στη θεση του οδηγου και να ξεκιναει. Τελικα βρηκα το σπιτι του φιλου μου.

Η συμπεριφορα μου σιγουρα ηταν ιδιαιτερα παραξενη μεχρι εκεινη την στιγμη και σιγουρα ειχε βαρεσει καμπανακια ότι κατι δεν πηγαινε καλα. Ο φιλος μου ειχε δηλωσει εξαφανιση ολοι ηταν αναστατωμενοι και στην Αγγλια και στην Ελλαδα.Ειρθε η αστυνομια, το μυαλο μου όμως ηταν πεντακαθαρο ειχα ξανα επαφη με την πραγματικοτητα του δικου μας κοσμου και φυσικα δεν ειπα σε κανεναν τιποτα για την ολη περιπετεια που ειχα. Ο ενας αστυνομικος καποια στιγμη μου ελεγε παραξενα πραγματα μαλλον θα νομιζε ότι δεν τον ακουω αλλα εγω ακουγα ακομα με τα νεα μου αυτια και ακουγα πολύ καλα. Καποια στιγμη ενοιωσα τα ποδια μου να λυγιζουν, σαν να λυγιζε ολος ο κοσμος γυρω μου, αντεξα.

Εχει κανονες και νομους το παιχνιδι και κανεις δεν μπορει να τους παραβει, οποτε με αφησαν να φυγω. Με πηγε ο φιλος μου στο Αεροδρομιο πηρα το αεροπλανο και γυρισα στην Αθηνα. Στο αεροπλανο εφαγα την σαλατα και ηπια λιγο χυμο, τις επομενες μερες θα τρεφομουνα μονο με φρουτα και σχεδον καθολου νερο.

Εκει με περιμενε ο πατερας με την αδελφη μου και έναν φιλο μου, ειχαν κατεβει από τη Θεσσαλονικη, αλλα δεν εμοιαζαν με αυτους, σιγουρα η συμπεριφορα μου ηταν λιγο περιεργη, αλλα σε τιποτα δεν δικαιολογει την συμπεριφορα τους. Ηταν επιθετικοι και αγριοι με τραβουσαν για να παω μαζι τους, ο πατερας μου ελεγε ότι από αυτον δε προκειτε να γλιτωσω ποτε, η αδελφη μου εκλαιγε και γαντζωμενη πανω μου με ελεγε να παμε σε καποιο νοσοκομειο, ναι σιγουρα δεν ηταν αυτοι. Τα ειχα καταλαβει όλα, ηξερα πλεον το παιχνιδι, αλλα και τους κανονες και το μυαλο μου ηταν προστατευμενο, κανεις δε μπορουσε να μπει, δεξια του στεκοταν ο Ιησους και αριστερα ο Βουδας.

Πηγαμε παρα διπλα που ηταν κατι αστυνομικοι προσπαθουσαν ολοι να με πανε στο νοσοκομειο ή στο τμημα. Προσπαθουσαν να βαλουν λογια στο στομα μου, αλλα δεν ειπα τιποτα.  Καποια στιγμη η πιεση τους εγινε αφορητη, τους ελεγα ότι εχουμε νομους και κανονες και δεν είναι επιτρεπτο αυτό που γινεται, δεν ακουγαν συνεχιζαν και τοτε μεσα στο μυαλο μου, ζητησα βοηθεια. Αμεσως ειρθε κοντα μας ενας ανδρας, μου φανηκε σαν αστεγος, τους ειπε με προστακτικη φωνη να με αφησουν. Κοιταχτηκαμε στα ματια, σαν να ειδα μια πρασινη λαμψη στη ματια του, κουνησα ελαφρια το κεφαλι μου να τον χαιρετησω και εφυγε. Λιγο μετα οι αστυνομικοι δεχτηκαν ένα τηλεφωνημα και με αφησαν.

Πηγα εκλεισα δωματιο σε ένα ξενοδοχειο κοντα στο αεροδρομιο, παρειγγειλα μερικα φρουτα, εκανα ένα μπανιο εφαγα και κοιμηθηκα. Το άλλο πρωι παλι τα ιδια, ειχε ερθει και η μητερα μου και προσπαθουσαν ολοι μαζι να με πεισουν να παω μαζι τους. Ειρθε η αστυνομια και δεχτηκα να παμε στο τμημα για… να δουνε τι συνεβαινε.

Περασε αρκετη ωραστο τμημα και τελικα τιποτα δε γινοτανε, καθοντουσαν ολοι κοντα μου και προσπαθουσαν να με πεισουν, ματαια το μυαλο και η ψυχη μου εκλεισαν τα αυτια τους. Επρεπε να ολοκληρωσω το ταξιδι. Καποια στιγμη η αστυνομια εδιωξε τους γονεις μου και εγω περιμενα μονος στο τμημα.

Ηξερα πλεον προσπαθουσαν να μπουν στο μυαλο μου, μου φαινοταν τρελο εως παρανοικο αλλα ηξερα ότι ηταν η αληθεια. Καποια στιγμη φεραν έναν νεαρο και καθησε διπλα μου. Αφου η επιστημη ειχε σηκωσει τα χερια ψηλα θα δοκιμαζαν πιο αρχαιες μεθοδους. Ναι καταφερε να μπει ‘’φερτε λιγο νερο στο παιδι’’ ξεστομισα ‘’φερτε του λιγο νερο και μετα κενο. Αλλα αυτό που ειχε ξεκινησει δεν εμελε να σταματησει. Συνηλθα σε μερικα δευτερα σαστισαν ολοι και με κοιταξαν για μια στιγμη ηταν ορθιοι στο γραφειο και τους ακουσα να μιλανε. Ενας αστυνομικος που ειχε βγαλει το κινητο μου από το σακκιδιο γρηγορα το ξαναεβαλε μεσα και ο νεαρος  εσκασε ξανα διπλα μου, εκει που καθοταν. Μετα από λιγο τον πηραν σχεδον σηκωτο.

Δεν μπορουσαν να με κρατησουν, εφυγα μπηκα σε ένα ταξι και πηγα στον Πειραια. Μεσα στο ταξι παλι τα ιδια, βαρια αρωματα μυριζε το ταξι και ο τυπος μουρμουριζε, προσπαθουσε να με σπασει, αλλα ματαια. Φτασαμε στο ξενοδοχειο πηγα στη ρεσεπτιον και ειδα το ταξιτζη να τρεχει σαν τρελος και χαρουμενος πισω μου και να με ρωταει αν χρειαζομουν κατι, ηξερε, το καταλαβε, ειχε ξεκινησει.

Στο ξενοδοχειο παρρηγγειλα μερικα φρουτα και ξαπλωσα τοτε ακουσα την φωνη της αδελφης μου όχι μες το μυαλο μου αυτή την φορα αλλα σαν να ερχοταν από καποιο μεγαφωνο από το ταβανι. Ηταν η πρωτη και τελευταια φορα που ακουσα. Με ελεγε να παω στο νοσοκομειο, μετα απλα λες και εκλεισαν οι διακοπτες.

Το άλλο πρωι ξεκινησα με το πλοιο, τελικος προορισμος η Δηλος, εμενε ακομα ένα πραγμα να κανω. Εφτασα τελικα μετα από μερικες μερες. Ανεβηκα πανω στο λοφακι εκει στον αρχαιο ναο.

Ηταν μια ευχαριστια, ενας φορος τιμης στον πρωτο απεσταλμενο Του που ειρθε σε αυτόν τον κοσμο σαν κατι παραπανω από ανθρωπος γνωστος με το ονομα Ξενιος Ζευς.

Το ταξιδι ειχε τελειωσει… ή μηπως μολις τοτε αρχιζε!
Χαρης.